βοηθοῦντα

βοηθοῦντα
βοηθέω
pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
βοηθέω
pres part act masc acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραβοηθώ — έω, Α 1. έρχομαι σε βοήθεια κάποιου («ἦσαν δὲ καὶ τοῑς Κορινθίοις... πολλοὶ τῶν βαρβάρων παραβεβοηθηκότες», Θουκ.) 2. σπεύδω με σκοπό να σώσω κάποιον 3. βοηθώ και εγώ με τη σειρά μου («βοηθοῡντά τε... τοὺς ἄλλους οἰκείους, τοὺς δ αὖ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”